Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2025

 


Επειδή ἡ θεωρία του Δαρβίνου ήταν γερό χτύπημα στις θρησκευτικές αντιλήψεις, ὁ κλήρος ἀπάντησε μέ λυσσασμένη ἐπίθεση ἐναντίον της. Ένα χρόνο μετά τήν ἔκδοση τῶν βιβλίων τοῦ Καρόλου Δαρβίνου, στήν αἴθουσα τοῦ παλιοῦ ἀγγλικοῦ πανεπιστημίου τῆς Οξφόρδης εἶχε ὁριστεῖ ἐπιστημονική συγκέντρωση γιά τή συζήτηση τῆς θεωρίας του. Συγκεντρώθηκαν χίλια άτομα περίπου. Εκανε ἐντύπωση ὁ μεγάλος ἀριθμός τῶν κληρικῶν καί τὸ πλῆθος τῶν κυριῶν, πού φοροῦσαν μοντέρνα τῆς ἐποχῆς κρινολίνα και ἦρθαν ν ̓ ἀκούσουν τόν ξακουστό ἱεροκήρυκα, τόν ἐπίσκοπο τῆς Οξφόρδης. Ὁ ἐπίσκοπος ἔκανε ἐπίθεση στο φίλο του Δαρβίνου Χώξλεϋ. «Ήθελα να ρωτήσω τον καθηγητή Χάξλεϋ, πού κάθεται ἀπέναντί μου, καί εἶναι ἕτοιμος νά μέ ξεσκίσει σε κομμάτια, νά μοῦ ἀπαντήσει μόλις τελειώσω τό λόγο μου, τί λέει γιά τήν καταγωγή τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν πίθηκο; Θεωρεῖ ὅτι ὁ ἴδιος προέρχεται ἀπό τόν πίθηκο ἀπό τόν παπποῦ του ἢ ἀπό τή γιαγιά του;». Ξέσπασαν ἠχηρά γέλια. Τό λόγο τοῦ ἐπισκόπου τόν ἀκολούθησαν δυνατά και παρατεταμένα χειροκροτήματα, ἐνῶ οἱ κυρίες κουνοῦσαν ζωηρά τά ἄσπρα μαντηλάκια τους. Ὁ ἐπίσκοπος τελείωσε το λόγο του μέ τόν ἰσχυρισμό, ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ Δαρβίνου ἀντιφάσκει στην «ἁγία γραφή» καί ἀποκρούει τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χώξλεϋ ἀπάντησε σ' αὐτά: «Η θεωρία τοῦ Δαρβίνου δέν εἶναι ἀφηρημένη φαντασία. Απλῶς συνδέει μέ τό νόημα τῶν συλλογισμῶν τεράστιο πλῆθος βιολογικῶν γεγονότων. Ὅσο γιά τό ζήτημα τῆς καταγωγῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἄν ... μοῦ ἔμπαινε αὐτό τό ἐρώτημα, θά ἀπαντοῦσα ἔτσι: δέ θά ντρεπόμουνα να κατάγομαι ἀπό ἕνα φτωχό ζῶο πού ἔχει μικρό μυαλό καί βαδίζει σκυφτά. Περισσότερο θα ντρεπόμουνα να κατάγομαι ἀπό ἄνθρωπο προικισμένο με μεγάλες ἱκανότητες και λαμπρή θέση στήν κοινωνία, πού ἀνακατεύεται σε περιοχή ἐντελῶς ἄγνωστη σ' αὐτόν, ὑπηρετεῖ τίς προλήψεις καί συσκοτίζει τήν ἀλήθεια».

Ὁ κλῆρος καί οἱ κυρίες ταράχτηκαν, ἐνῶ οἱ φοιτητές καί ἕνα μέρος ἀπό τό ἀκροατήριο χειροκρότησαν θερμά. Ὁ ἐπίσκοπος προτίμησε νά μήν ἀπαντήσει. 

(Ιστορία των νέων χρόνων, Ακαδημία επιστημών Ε.Σ.Σ.Δ., Ινστιτούτο ιστορίας, τόμος Α', εκδόσεις Παπακωνσταντίνου, Αθήνα, σελ. 286 - 287)